
Ο «Προμηθέας» είναι ένα ποίημα του Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε, στο οποίο ο μυθικός χαρακτήρας Προμηθέας
Στις πρώτες εκδόσεις των Απάντων του εμφανίστηκε στον Τόμο Β΄ των ποιημάτων του Γκαίτε στο τμήμα με τα Διάφορα Ποιήματα, λίγο μετά την Ωδή των Πνευμάτων πάνω από τα Νερά και το Χειμερινό ταξίδι στο Χαρζ. Ακολουθείται άμεσα από τον «Γανυμήδη», και τα δύο ποιήματα μαζί θεωρούνται ζευγάρι. Και τα δύο είναι της περιόδου 1770-1775. Ο Προμηθέας είναι το δημιουργικό και επαναστατικό πνεύμα που, εξορισμένο από τους θεούς, αντιμετωπίζει τον Δία με περιφρόνηση και απαξίωση. Χαρακτηρίζεται από πάθος στον λόγο του, από ορμή και ευαισθησία, αναφερόμενος στο μοναχικό παρελθόν του. Αντίθετα, ο Γανυμήδης εκπροσωπεί την παιδιάστικη επιθυμία για ένωση με τον θεό, τον λατρεύει και παρασύρεται από αυτόν. Ως ανθρωπιστής ποιητής, ο Γκαίτε παρουσιάζει και τις δύο ταυτότητες, ως πτυχές και μορφές της ανθρώπινης κατάστασης.
Στο κλασικό σκηνικό ο ήρωας απευθύνεται στον Βιβλικό Θεό αρχίζοντας «Da ich ein Kind war» που σημαίνει «Όταν ήμουν παιδί»: η χρήση του Da είναι διακριτική, και στον Γκαίτε θυμίζει τη Λουθηρανική μετάφραση της Πρώτης Επιστολής προς Κορινθίους, 13:11 του Απόστολο
«Όταν ήμουν νήπιο, μιλούσα ως νήπιο, σκεφτόμουν ως νήπιο, έκρινα ως νήπιο. Όταν έγινα άνδρας, κατάργησα τη συμπεριφορά του νηπίου.».
Σε αντίθεση με τον Παύλο, ο Προμηθέας του Γκαίτε δεν πιστεύει στη θεϊκή καρδιά που λυπάται για τους αρρώστους, και θέλει τον άνθρωπο ελεύθερο να αποφασίζει ο ίδιος για τη ζωή και το μέλλον του.
Ο ίδιος ο Γκαίτε μας βοηθάει με όσα λέει στο έργο του «Ποίηση και Αλήθεια» να καταλάβουμε τι κυρίως τον συγκινεί όταν γράφει τον Προμηθέα του:
«Αισθάνομαι πολύ καλά, ότι κάτι αξιόλογο είναι δυνατόν να δημιουργηθεί μόνο όταν κανείς απομονωθεί. Τα έργα μου, που βρήκαν τόση επιδοκιμασία, ήταν τέκνα την απομονώσεως… και καθώς ήμουν υποχρεωμένος ν’ αποκρούσω τη βοήθεια των ανθρώπων, ναι, να την αποκλείσω, χωριζόμουν κατά τον τρόπο του Προμηθέα και από τους Θεούς, τόσο φυσικότερα, όσο με τον χαρακτήρα μου και τη νοοτροπία μου το ένα μου φρόνημα κατάπινε τα άλλα και τα απέκρουε. Ο μύθος του Προμηθέα ήταν μέσα μου ζωντανός». Εδώ λοιπόν έχουμε ισχυρό πείσμα του Εγώ του καλλιτέχνη, ο οποίος θέλει να μορφώσει ανθρώπους κατ΄ εικόνα του.
Το ποίημα μελοποιήθηκε από τους Γ.Φ.Ράιχαρντ, Φραντς Σούμπερτ (“Προμηθέας”, 1819), Χούγκο Βολφ (1889) και Φ.Μ. Άινχαϊτ (1993).
Σκέπαζ’ ω Δία,
με καταιγίδες σύννεφα τον ουρανό σου
κι αφέντευε πα στις βουνοκορφές και στις βαλανιδιές,
παρόμοια με παιδί, που εύκολα
των γαϊδουραγκαθιών θερίζει τα κεφάλια —
το χέρι σου όμως μακριά
από τη γη μου κράτα
κι απ’ την καλύβα μου, που δεν την έχτισες εσύ,
καθώς κι από το τζάκι μου,
που για τη ζεστασιά του με ζηλεύεις.
Δεν ξέρω τίποτα πιο μίζερο
κάτω απ’ τον ήλιο από σας, θεοί!
Με ψίχουλα
σεις τη Μεγαλοσύνη σας
από θυσίες θρέφετε
και προσευχές
και θα πεινούσατε, αν δε βρίσκουνταν
ζητιάνοι και παιδιά
κουτοί γεμάτοι ελπίδες.
Σαν ήμουνα παιδί,
να πράξω τί, δεν ήξερα,
με μάτι σαστισμένο
τον ήλιο αγκάλιαζα, σαν νάταν κάποιο αυτί
εκεί ψηλά, τον πόνο μου ν’ ακούσει,
κάποια καρδιά, σαν τη δική μου,
να συμπονέσει τον κατατρεγμένο.
Εμένα ποιος με βοήθησε,
Όταν την περηφάνεια των Τιτάνων πολεμούσα;
Ποιος απ’ το θάνατο με γλίτωσε
κι απ’ τη σκλαβιά;
Εσύ δεν ήσουν φλογερή καρδιά μου κι άγια,
που τάφερες μονάχη σου ώς το τέλος όλα,
και, γελασμένη συ νια τότε και καλή,
βαθιά δε φχαριστούσες για τη σωτηρία μου
τον Κοιμισμένο αυτόν εκεί ψηλά;
Να σε τιμήσω εγώ; Γιατί;
Μήπως βαλσάμωσες ποτέ τον πόνο
του Πονεμένου;
Μήπως σταμάτησες ποτέ τα δάκρυα
του Φοβισμένου;
Μήπως δε μ’ έκαναν στ’ αμόνι απάνω άντρα
ο παντοδύναμος ο Χρόνος
κι η Μοίρα η αιώνια,
δικοί μου Αφέντες και δικοί σου;
Μήπως σου πέρασε απ’ το νου
πως θα μου ‘ρχόταν σιχαμός για τη ζωή μου
και θάφευγα στην ερημιά,
γιατί τα όνειρα της νιότης μου
δεν ωριμάσαν όλα;
Κάθουμαι εδώ και πλάθω ανθρώπους
απάνω στη δική μου εικόνα,
γενιά, που νάναι σαν κι εμένα,
να κλαίει και νάχει βάσανα,
νάχει χαρές κι απόλαψες
και να σου δείχνει καταφρόνια,
καθώς εγώ!
μτφ. Νίκος Α. Σερεσλής
info@klassiko.gr