Δημήτρης Γασπαράτος – «Η Τέχνη είμαστε εμείς» – Συνέντευξη στο iart.gr και στην Άννα Παχή

Μουσικός, κιθαρίστας, συνθέτης, ηθοποιός, συγγραφέας, τραγουδιστής, καθηγητής.. Ο Δημήτρης Γασπαράτος μιλά στο iart.gr

Μίλησε μας για την πρόσφατη δουλειά του γκρουπ στο οποίο ανήκεις, τους Silver R.I.S.C.

Κυκλοφόρησε πέρσι, με τίτλο ‘Knot Over’ από την No Remorse, σε όλον τον κόσμο. Η παραγωγή είναι του εξαιρετικού Γρηγόρη Γιαρέλη. Εργαστήκαμε πολύ για να ολοκληρώσουμε αυτό το άλμπουμ. Ο Silver R.I.S.C. είναι σχήμα που ξεκίνησε στα νεανικά μας χρόνια, τέλη της δεκαετίας του ’80 με αρχές ’90. Δισκογραφήσαμε το 1993 με την ‘Μολών Λαβέ Records’ στην Αθήνα το πρώτο μας άλμπουμ με τίτλο ‘Anything she does’. Μετά ο καθένας μας έκανε διαφορετικές επαγγελματικές και καλλιτεχνικές διαδρομές, ποτέ όμως δεν διακόπηκαν οι σχέσεις με τη μουσική και μεταξύ μας. Τώρα επιστρέψαμε με το δεύτερο άλμπουμ. Θα μπορούσα να πω ότι μας πήρε περίπου 30 χρόνια!

 

Ποιοι αποτελούν το συγκρότημα;

Ο Σπύρος Φουσέκης στην κιθάρα, η Κική Καρανικόλα στο μπάσο, ο Αντώνης Βενιέρης στα τύμπανα κι εγώ στις κιθάρες και στις φωνές. Μας αρέσει να λειτουργούμε σαν μπάντα κι ενώ πάντα υπάρχει μια κεντρική ιδέα από κάποιον στις συνθέσεις μας, το τελικό, είναι αποτέλεσμα όλων μας. Μας αρέσει πολύ να γράφουμε μαζί τα κομμάτια μας κι ο καθένας να βάζει την προσωπική του πινελιά.

(She smiles to the Rainbow: Μιλά για την ανθρώπινη απώλεια και τι συμβαίνει στον ψυχισμό εκείνου που μένει πίσω. Είναι μια ιστορία αγάπης που ταυτόχρονα περιγράφει και την ανθρώπινη ύπαρξη.  είναι μια από τις ατμοσφαιρικές ροκ μπαλάντες του δίσκου. Δ.Γ.)

 

Πες μας λίγα λόγια για το ύφος του  ‘Knot Over’.

Ο τίτλος ήταν ιδέα του Αντώνη Βενιέρη. Knot σημαίνει κόμπος, ένας δεσμός που μας έχει κρατήσει ζωντανούς και διατήρησε την σχέση μεταξύ μας και με τον ήχο μας. Η σημασία του ως λογοπαίγνιο είναι πως όλο αυτό δεν τελειώνει ποτέ. Οι Silvers κινούνται στον χώρο του σκληρού ροκ, ήταν πάντα αυτό που μας έδινε κίνητρο να προχωρήσουμε. Η ομπρέλα του έχει πάρα πολλές ακτίνες αλλά πιστεύω πως εκείνος που θα το ακούσει θα καταλάβει ότι παίζουμε heavy, hard rock χωρίς λογοκρισία.

(Όλα τα τραγούδια του ‘Knot Over’ έχουν – κατά την γνώμη μου τουλάχιστον – αρκετές αναγνώσεις. Το Cry no more επιχειρεί να περιγράψει την σχέση ενός σύγχρονου ανθρώπου με τις εξαρτήσεις του, με την ανάγκη του να κινηθεί προς τα έξω, προς το φως και την ελπίδα, ενώ ταυτόχρονα θέλει και δεν θέλει. Δ.Γ.)

 

Τι feedback έχεις μέχρι στιγμής;

Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι εισπράξαμε κριτικές, σχόλια, αναφορές – όλα θετικά – από Αγγλία, Γαλλία, Αμερική, Ιταλία, Γερμανία και Ιαπωνία. Η ανταπόκριση αυτή, αποτέλεσε για μας μια ευχάριστη έκπληξη καθώς παίζουμε λίγο ‘παλιομοδίτικα’.  Αισθανόμαστε πως άξιζε όλος αυτός ο κόπος, η δουλειά, η έμπνευση, η αγάπη αφού το έργο μας έγινε τόσο πολύ  αποδεκτό.

 

Το κοινό του hard rock είναι ιδιαίτερα πιστό στο είδος.

Αυτό είναι αλήθεια, νομίζω επίσης ότι ακουμπάει και πολλές ηλικιακές ομάδες. Βλέπεις νέα παιδιά που οι γονείς τους ακούνε το είδος και τους πάνε σε συναυλίες, κάτι που δεν συνέβαινε όταν ήμασταν εμείς μικρότεροι, δεν υπήρχε αυτός ο κοινός παρανομαστής που καταργεί τις ηλικιακές διαφορές. Το να έρχονται άνθρωποι στα live μας μαζί με τα παιδιά τους είναι ωραίο, όπως ωραίο είναι πως γινόμαστε όλοι, ένα.

 

Δημήτρη, πως ξεκίνησες να ασχολείσαι με τη μουσική;

Είχα ανέκαθεν μια πολύ ζωντανή σχέση μαζί της, πάντα μου άρεσε να τραγουδάω, να γρατζουνάω μια παιδική κιθάρα. Εκεί γύρω στα δέκα, η μητέρα μου με πήγε στο Ωδείο της γειτονιάς. Δεν ήμουν ο μόνος. Θυμάμαι πολλούς από το σχολείο να παίζουμε μουσική,  να μιλάμε για τη μουσική, να το ευχαριστιόμαστε και να είμαστε τα ‘καμάρια’ της τάξης, στις γιορτές για παράδειγμα. Μεγαλώνοντας, ακούγαμε ραδιόφωνο, διαβάζαμε μουσικά περιοδικά από τα οποία δεν χάναμε τεύχος, οι παρέες δεθήκαμε, μέσα από τον κοινό έρωτα για τη μουσική. Τα στέκια που πηγαίναμε, τα δισκάδικα που ‘ακουμπούσαμε’ το χαρτζιλίκι μας κάθε Σάββατο, όλα αυτά δημιούργησαν εντυπώσεις, παραστάσεις και σχέσεις με ανθρώπους, αναπτύχθηκαν συνεργασίες, αργότερα φιλίες.

(The sinner. Περιγράφει – κατά τη γνώμη μου – την κατάσταση που επικρατεί στον κόσμο αυτήν την στιγμή. Όλοι θέλουν να κρίνουν τον άλλον από την θέση του ‘σωστού’. Δ.Γ.)

 

Και πως ήρθε το hard rock;

Έκανα κλασικές σπουδές, Θεωρία, πήρα τα σχετικά πτυχία, αλλά ποτέ δεν χάθηκε η σχέση με την ροκ φόρμα. Καταβολές μου είναι οι Rory Galagher, Deep Purple, Black Sabbath, Led Zeppelin, Eric Clapton και πιο hard rock πράγματα. Ότι άκουγαν τα παιδιά του Γυμνασίου στα ‘80’ς. Κάποια στιγμή καταφέραμε και πήραμε κάποια ηλεκτρικά όργανα, κάτι όχι εύκολο τότε. Ήταν και πολύ ακριβά και ταμπού. Είναι πολύ ωραίο που τώρα οι άνθρωποι της γενιάς μας υποστηρίζουν τους νεότερους υποψήφιους μουσικούς ή μουσικόφιλους. Τότε δεν ήταν ακριβώς έτσι, υπήρχαν δυσκολίες. Ένα μουσικό όργανο είχε φόρο πολυτελείας, ήταν πολύ ακριβό πράγμα, απαιτούσε αγώνα να το αποκτήσεις. Υπό αυτές τις συνθήκες, όταν το αποκτάς το σέβεσαι κιόλας. Το hard rock προέκυψε από την ανάγκη να επικοινωνήσουμε σαν μπάντα. Ήταν της μόδας τότε, ακούγαμε ότι έπαιζε το MTV και μας ενέπνευσε σαν γκρουπ. Ξεκινήσαμε παίζοντας στα σπίτια μας. Σιγά – σιγά τα φτερά μας άνοιξαν, βρεθήκαμε σε άλλους χώρους, ανεβήκαμε σε σκηνές, φτιάξαμε δικά μας στούντιο ηχογραφήσεων και το ευχαριστιόμαστε. Υπήρξε εξελικτική πορεία αλλά και η απαραίτητη επιμονή.

 

Πέρα από τη μουσική, ασχολείσαι και με το θέατρο.

Η δραστηριότητα αυτή έχει συγκεκριμένη μορφή και χαρακτήρα. Η σχέση μου με το θέατρο άρχισε και ολοκληρώθηκε μέσα από τις δράσεις του Θεάτρου ‘Ρόδα’, υπό την καθοδήγηση, την διδασκαλία και τις σκηνοθετικές οδηγίες της Μαρίας Περετζή που είναι και ιδρύτρια του θιάσου. Η αφετηρία ήταν όταν είδα για πρώτη φορά παράσταση τους, το 1997. Τότε ανέβασαν τη ‘Ραμαγιάνα’, το αρχαίο ινδικό έπος. Τα’ φερε ο καιρός έτσι και βρέθηκα μαζί τους στη σκηνή από το 2000 μέχρι το 2019. Μπορώ να πω ότι πλέον είμαι ένας άλλος άνθρωπος. Η μαγική προσέγγιση του ενδότερου εαυτού μέσα από τη δράση του ηθοποιού και την μελέτη των ρόλων που μου δόθηκε η ευκαιρία να προσεγγίσω, είναι ένα ταξίδι που δεν μπορεί ούτε να εξαργυρωθεί, ούτε να περιγραφεί. Είχα, μέσα από αυτήν την δραστηριότητα, την τιμή να λάβω το σημαντικό βραβείο ‘Κάρολος Κούν’  ως ο καλύτερος έλληνας ηθοποιός το 2014, για τον ρόλο μου στο ‘Έπος του Γκιλγκαμές’. Η ‘Ρόδα’ μελετά τους παγκόσμιους μύθους και η επιλογή των έργων έχει πάντοτε χαρακτήρα μυητικό. Πέρα από ‘Το έπος..’, ανέβασαν το ‘Αλκιβιάδης Άγιος’ που συνδέει την σωκρατική διδασκαλία με το σήμερα, τη ‘Ραμαγιάνα’ που προείπα και άλλα. Τώρα παρουσιάζεται η παράσταση ‘Ελευσίνια Μυστήρια’, ένα αριστούργημα, με απίστευτη ακρίβεια και σεβασμό. Πρόκειται για εικαστικό διαμάντι και την συστήνω ανεπιφύλακτα. Παίζεται στο θέατρο ‘Ρόδα’ στην Νέα Ιωνία, μέχρι τις 4 Απριλίου. Μάλιστα, βραβεύτηκε από την Unesco. Με τη ‘Ρόδα’ έγιναν και γίνονται πάρα πολλά πράγματα. Πέρα από το θεατρικό σκέλος, το 2013 δισκογραφήθηκε ένα άλμπουμ με μουσική Γκουρτζίεφ, τις δράσεις και πρακτικές του οποίου έχει ως βάση ο θίασος. Το κομμάτι ‘Dervish Dance’ για παράδειγμα, είναι σε ενορχήστρωση και παραγωγή της Μαρίας Περετζή, συμμετέχουν ο Τάκης Πατερέλης στο πιάνο και το σαξόφωνο, ο Γιώργος Ντούνης και ο Γιώργος Ταμπάκης στα κρουστά, η Πία Πιερράκου στα φωνητικά κι εγώ στην κιθάρα και τα φωνητικά.

 

Έχεις και συγγραφικό έργο.

Έργο που συνδέεται άμεσα με το θέατρο. Η πορεία μέσα σε αυτό και η ιδιαίτερη σχέση που είχε και έχει το θέατρο ‘Ρόδα’, εκφράστηκε μέσα από δυο βιβλία. Το πρώτο κυκλοφόρησε το 2007 από τις εκδόσεις ΚΟΑΝ, με τίτλο΄Κινούμενοι καθρέφτες’ με την υπογραφή της Ιφιγένειας Μακρή. Το δεύτερο, με τίτλο ‘Είμαι ένας ή πολλοί;’ βγήκε το 2016. Έχει να κάνει με τις ιδέες, τις τεχνικές, τις πρακτικές και τον τρόπο που λειτουργεί η ‘Ρόδα’, με το όνομα μου ως συγγραφέα. Μέσα από αυτές τις δυο συγγραφικές δουλειές ο αναγνώστης μπορεί να αντιληφθεί πολύ ζωντανά τον πρωτότυπο τρόπο με τον οποίον η ‘Ρόδα’ έχει αναπτύξει την δυναμική σχέση τόσο του θεατή με την παράσταση, όσο και του ηθοποιού, ο οποίος μέσα από τον ρόλο μελετά επίσης τον εαυτό και την ύπαρξη του

 

Η Τέχνη πρέπει να είναι στη ζωή όλων μας κι από ότι βλέπω, καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της δικιάς σου. Ταυτόχρονα, διδάσκεις κιόλας.

Η Τέχνη δεν είναι κάτι απρόσωπο, η Τέχνη είμαστε εμείς οι άνθρωποι, οι εφήμερες υπάρξεις και καλούμαστε να εξελιχθούμε είτε ατομικά, είτε συλλογικά, σαν όντα. Κάποιοι βρίσκουν άλλους τρόπους. Όσοι ασχολούμαστε με την Τέχνη, επιχειρούμε μέσα από αυτήν, να συνδυάσουμε την ποιότητα της ζωής μας, της ψυχής μας, την επικοινωνία με τους άλλους ανθρώπους. Να εκτιμήσουμε αυτά που πήραμε από τους προηγούμενους , να μεταδώσουμε αυτά που ξέρουμε στους επόμενους κι αυτό να δώσει την ευκαιρία στον κόσμο να προχωρά. Προς τα εμπρός. Ο Καλλιτέχνης δεν είναι μόνος του. Όλοι  αλληλεπιδρούμε. Δεν υπάρχει καλλιτέχνης χωρίς κοινό. Δεν υπάρχει ηθοποιός χωρίς  σκηνοθέτη, φωτιστές, σεναριογράφους. Δεν υπάρχει μουσικός χωρίς συνεργάτες. Διδασκόμαστε και διδάσκουμε. Το ‘καθηγητιλίκι’ πέραν της ανάγκης που έχω να επικοινωνώ με νεότερους ανθρώπους που αγαπούν όπως κι εγώ τη μουσική, έχει να κάνει με το να γίνω κι εγώ καλύτερος. Πρόκειται για συνεχή διαδικασία.

Πιστεύεις πως η ενασχόληση με την Τέχνη θεωρείται ακόμη πολυτέλεια;

Δεν θέλω να γκρινιάξω για την Ελλάδα αλλά ώρες-ώρες νομίζω ότι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα στη χώρα μας εξακολουθεί να ακροβατεί σε αυτά τα όρια. Ίσως η λέξη ‘πολυτέλεια’ να μην είναι πλέον κατάλληλη, η Τέχνη δεν αποτελεί προνόμιο μιας ελίτ, κάτι που ούτως ή άλλως ανήκε στη σφαίρα της φαντασίας, οι περισσότεροι καλλιτέχνες πάλεψαν πάρα πολύ και προέρχονται από δύσκολο – οικονομικό και όχι μόνον – περιβάλλον.  Θέλουμε όμως δουλειά ακόμη σε αυτό το κομμάτι. Το λέω χωρίς γκρίνια, καλόπιστα.

 

Ενδιαφέρονται πραγματικά τα νέα παιδιά για τη μουσική;

Ως εκπαιδευτής βλέπω πάρα πολλά παιδιά που θέλουν πάρα πολύ να μάθουν να επικοινωνούν, να μοιράζονται την κοινή τους αγάπη για τη μουσική. Αυτό είναι εξαιρετικά όμορφο.

 

Επισκεφτείτε τη σελίδα του iart.gr