Bootlegs – Μια περίεργη δισκογραφική ιστορία


Ιστορίες υπερηφάνειας και δημιουργικότητας για τις παράνομες δισκογραφικές κυκλοφορίες στα όρια της γκρίζας αγοράς.

του Δημήτρη Γασπαράτου


Στις μέρες μας, μπορείς να ακούσεις σχεδόν κάθε νότα που έχει παίξει ποτέ ένας καλλιτέχνης. Σε μια συναυλία θα δεις ένα αχανές δάσος από μπράτσα που κρατούν iPhones ψηλά, μεταδίδοντας την παράσταση στο YouTube ή στα social media. Μπες στο διαδίκτυο και οι καλλιτέχνες μοιράζονται ένα ατελείωτο ποτάμι από διασκευές, πλάνα από πρόβες και χαλαρά τζαμαρίσματα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Πάρε ένα box set και θα βρεις πολλούς δίσκους με διάφορα παλιά demo που οι τραγουδοποιοί και οι εταιρίες τους μπόρεσαν να ανακαλύψουν στα συρτάρια ή στα υπόγειά τους.

Υπήρξε όμως μια εποχή που τίποτα από αυτά δεν ήταν διαθέσιμο, και οι καλλιτέχνες ή οι δισκογραφικές τους εταιρείες ήθελαν τα άλμπουμ και τα singles να στέκονται μόνα τους ως ολοκληρωμένα και μοναδικά έργα. Ποιος ήθελε να ακούσει αυτά τα άλλα πράγματα άλλωστε; Όπως αποδείχθηκε, υπήρχαν στρατιές ακόρεστων θαυμαστών που τα ήθελαν όλα – και ακόμα περισσότερα – και το καλοκαίρι του 1969, δύο άνδρες ξεκίνησαν την πρώτη bootleg δισκογραφική εταιρεία για να τους δώσει αυτό που ήθελαν.

Bootlegs λέγονταν την εποχή της ποτοαπαγόρευσης (1920-1933) στην Αμερική τα ουίσκι που κατασκευάζονταν από τους αγρότες κρυφά κυρίως σε καλύβες -αποστακτήρες μέσα στα δάση. Συχνά τα παράνομα προϊόντα ήταν καταπληκτικά και άλλες φορές ήταν αυτό που οι πότες αποκαλούν “μπόμπες”, επικίνδυνα αλκοολούχα σκευάσματα. Πολλοί λαθρέμποροι έκρυβαν μπουκάλια στις μπότες τους εξ’ ου και το χαρακτηριστικό όνομα. Ήταν η περίοδος όπου κρίθηκε τελικά παράνομη με συνταγματικό τρόπο η παρασκευή, διακίνηση, εισαγωγή, εξαγωγή και πώληση αλκοολούχων ποτών. Ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα οι υπέρμαχοι της ποτοαπαγόρευσης προσπάθησαν να τερματίσουν το εμπόριο αλκοολούχων ποτών  Με επικεφαλής τους προτεστάντες και την Γυναικεία Ένωση Χριστιανικής Εγκράτειας οι “ξηροί” (όπως ονομάστηκαν) στόχευαν να θεραπεύσουν αυτό που έβλεπαν ως μια άρρωστη κοινωνία που αντιμετώπιζε προβλήματα που σχετίζονται με το αλκοόλ, όπως ο αλκοολισμός, η ενδοοικογενειακή βία και η πολιτική διαφθορά που βασίζονταν στα σαλούν. Δεν απαγορεύτηκε όλο το αλκοόλ. Το κρασί για θρησκευτική χρήση, για παράδειγμα, επιτρεπόταν.

Some call it bootlegging. Some call it racketeering. I call it a business. - Al Capone

Μετά την απαγόρευση, εγκληματικές συμμορίες της μαύρης αγοράς απέκτησαν τον έλεγχο της προσφοράς μπίρας και ποτών σε πολλές πόλεις των ΗΠΑ. Ο νόμος αυτός  έχανε υποστηρικτές κάθε χρόνο που ήταν ενεργός και μείωσε δραματικά τα φορολογικά έσοδα της κυβέρνησης σε μια κρίσιμη περίοδο πριν και κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης. Η αύξηση της εγκληματικότητας και της διαφθοράς όμως άλλαξε τη διάθεση της κοινής γνώμης, που είχε σαν αποτέλεσμα στις προεδρικές εκλογές του 1932, ο δημοκρατικός υποψήφιος Φραγκλίνος Ρούσβελτ, να συμπεριλάβει στο πρόγραμμά του την λήξη της ποτοαπαγόρευσης. Σταδιακά οι “υγροί” δικαιώθηκαν και οι «αγροτικές» προτεσταντικές θρησκευτικές αξίες στην «αστική» Αμερική χαλάρωσαν την επιβολή τους. Η πολιτεία του Μισισιπή ήταν και η τελευταία που νομιμοποίησε και πάλι το αλκοόλ, το 1966!

Booze, Cops, and Bootleggers: Enforcing Prohibition in Central Wyoming | WyoHistory.org

Η δισκογραφική εταιρεία που πήρε τη σκυτάλη από τους πειρατές του Ουίσκι ήταν η Trade Mark of Quality και οι δύο άντρες που την ίδρυσαν το 1969 αναφέρονται ως Carl και Pigman στο βιβλίο με τίτλο A Pig’s Tale, των Ralph Sutherland και Harold Sherrick. Παίρνοντας το όνομά του από το λογότυπο της TMQ – ένα γουρούνι καρτούν – το βιβλίο εξετάζει την σκόπιμα σκοτεινή ιστορία της παράνομης δισκογραφικής εταιρείας, ξετυλίγοντας τη μυθολογία της ροκ εν ρολ, για να αποκαλύψει πώς οι δύο άντρες λειτουργούσαν στις σκιές της μουσικής βιομηχανίας, έχτισαν το δικό τους στούντιο, κυκλοφόρησαν κρυφά άλμπουμ και τελικά άλλαξαν για πάντα τον νόμο περί πνευματικών δικαιωμάτων, επιχειρώντας να εξασφαλίσουν ηχογραφήσεις που αξίζουν το βάρος τους σε χρυσάφι.

Βιβλίο με ιστορίες για ένα γουρούνι

Δυο φρικιά από το Λος Άντζελες που πίστευαν ότι θα ήταν ωραίο να δημιουργήσουν το δικό τους άλμπουμ με ακυκλοφόρητα κομμάτια του Ντίλαν, δεν είχαν ιδέα τι χάος θα εξαπολυόταν στη μουσική βιομηχανία όταν τελικά θα το έκαναν αυτό. Αυτό το άλμπουμ ήταν το Great White Wonder, ένα συνονθύλευμα δύο δίσκων του Μπομπ Ντίλαν που έπαιζε χαλαρά σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, μερικές ηχογραφήσεις από στούντιο και μια τηλεοπτική εμφάνιση. Ως δηλωμένοι θαυμαστές, οι δυο τους είχαν αποκτήσει τα κομμάτια σε κασέτες μέσω συλλεκτικών κύκλων, αλλά τα τραγούδια ήταν διασκορπισμένα σε διαφορετικές κασέτες. Ενώ μερικοί συλλέκτες μπορεί να ονειρεύονται να τα συγκεντρώσουν με κάποιο τρόπο σε έναν βολικό δίσκο βινυλίου, ο Καρλ και ο Πίγκμαν ήταν σε θέση να το κάνουν αυτό – και το έκαναν!

Μόνο μερικές εκατοντάδες αντίτυπα της πρώτης κυκλοφορίας των TMQ, Great White Wonder, τυπώθηκαν και κυκλοφόρησαν σε ένα άδειο λευκό εξώφυλλο. Γρήγορα εξαντλήθηκε και οι επόμενες εκδόσεις διακοσμήθηκαν με ένα αυτοκόλλητο με το λογότυπο της TMQ και τον τίτλο του άλμπουμ τυπωμένο με καουτσούκ στο εξώφυλλο.

Μόνο μερικές εκατοντάδες αντίτυπα της πρώτης κυκλοφορίας του Great White Wonder, τυπώθηκαν και κυκλοφόρησαν με ένα άδειο λευκό εξώφυλλο. Γρήγορα εξαντλήθηκε και ακολούθησαν οι επόμενες εκδόσεις, διακοσμημένες με ένα αυτοκόλλητο με το λογότυπο της TMQ και τον τίτλο του άλμπουμ τυπωμένο στο εξώφυλλο. Σχετίστηκαν με έναν διανομέα δίσκων στο Λος Άντζελες και γνώρισαν ανθρώπους που τους βοηθούσαν. Ένας από τους παραγωγούς έφτιαξε ο ίδιος τις κύριες κασέτες και στη συνέχεια τις ανέθεσε σε άλλους έμπιστους συνεργάτες για την παραγωγή και την κατασκευή του τελικού προϊόντος. Υπήρχαν άτομα στην επιχείρηση που μπορούσαν να κάνουν πράγματα έναντι αμοιβής και να κρατούν το στόμα τους κλειστό, πηγαίνοντας στα εργοστάσια παραγωγής, παραλαμβάνοντας τις παραγγελίες, βάζοντάς τες σε κουτιά, στο βαν, οδηγώντας τες πίσω και μετά πηγαίνοντάς τες σε μερικά δισκοπωλεία.

TMQ Trademark of Quality Poster Bob Dylan, Rolling Stones, Led Zeppelin, Donovan, Beatles, Kinks, Frank Zappa Legendary Bootleg Label Logo - Etsy

Η τυχαία συλλογή από ηχογραφήσεις του Bob Dylan και οι ζωντανές ηχογραφήσεις έφερε κάποια χρήματα στις τσέπες του Carl και του Pigman, αλλά ήταν η φθινοπωρινή περιοδεία των Rolling Stones εκείνη τη χρονιά που μετέτρεψε το πείραμά τους σε μια συνεχή, μυστική επιχείρηση. Όταν ρωτήθηκαν από έναν φίλο αν μπορούσαν να κάνουν έναν δίσκο που θα απαθανάτιζε τις ζωντανές εμφανίσεις των Stones, οι δυο τους ηχογράφησαν έξι συναυλίες στη Δυτική Ακτή τον Νοέμβριο εκείνης της χρονιάς, χωρίς να απαιτηθεί κανένα τέχνασμα. Εκείνη την εποχή, κανείς δεν θα μπορούσε να σκεφτεί κάποιον από το κοινό να ηχογραφήσει επαγγελματικά μια ζωντανή συναυλία – και κανείς δεν νοιαζόταν. Οι συναυλίες ηχογραφούνταν από τη θέση του παραγωγού χρησιμοποιώντας ένα μακρύ, φορητό μικρόφωνο Sennheiser MKH 805 shotgun και ένα φορητό μαγνητόφωνο Uher Report 4000 reel-to-reel. Αποφάσισαν να διοχετεύσουν τα κέρδη πίσω στην επιχείρηση και να χτίσουν το δικό τους στούντιο.

Released just a few weeks after it was covertly recorded at the Rolling Stones' November 9, 1969 concert in Oakland, CA, 'Live'r Thank You'll Ever Be' gained national attention.

Η μουσική για τα bootlegs των TMQ προερχόταν από ποικίλες πηγές και συχνά προετοιμαζόταν για κυκλοφορία στο στούντιο της δισκογραφικής εταιρείας.

 

Καθ’ όλη τη διάρκεια του πρώτου μισού της δεκαετίας του 1970, η TMQ κυκλοφόρησε δεκάδες παράνομα άλμπουμ γεμάτα με ακυκλοφόρητη μουσική με μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα της ροκ μουσικής. Όταν τα άλμπουμ ενέπνευσαν άλλους να ξεκινήσουν το λαθρεμπόριο, η TMQ συνέχισε να ξεχωρίζει από το πλήθος δίνοντας έμφαση στο «Q» με το προϊόν της, αλλά ως μια παράνομη επιχείρηση που βασιζόταν αποκλειστικά σε μετρητά, δεν υπήρχαν τιμολόγια, ούτε αρχεία για το πόσα άλμπουμ κυκλοφόρησαν και ούτε πραγματικό σχέδιο δράσης.

Όταν τα άλμπουμ ενέπνευσαν άλλους να ξεκινήσουν το λαθρεμπόριο, η TMQ συνέχισε να ξεχωρίζει από το πλήθος δίνοντας έμφαση στο «Q» με το προϊόν της. Αν και περιοδικά του κλάδου όπως το Billboardτο Cashbox και το Variety αναφέρονταν απρόθυμα στις underground ηχογραφήσεις, το περιοδικό Rolling Stone εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από την πρόωρη κυκλοφορία της TMQ, Live’r Than You’ll Ever Be , που απαθανάτιζε μια καυτή συναυλία των Rolling Stones στο Oakland Coliseum, που έκανε κριτική για το δίσκο τον Φεβρουάριο του 1970, αποκαλώντας τον τίποτα λιγότερο από «το απόλυτο άλμπουμ των Rolling Stones».

Καθώς όμως η δεκαετία του ’70 προχωρούσε, η καινοτομία των bootlegs άρχισε να εξασθενεί, οι καλλιτέχνες άρχισαν να καταστρώνουν στρατηγικές εναντίον τους, οι θαυμαστές κουράστηκαν να τους εξαπατούν δίσκοι με απαίσιο ήχο και, το πιο σημαντικό, οι bootleggers άρχισαν να συλλαμβάνονται. Ενώ δισκογραφικές εταιρείες όπως η TMQ αρχικά υπήρχαν σε μια γκρίζα νομική ζώνη όπου το bootleging ήταν «μόνο» αστικό αδίκημα, οι μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες απάντησαν ασκώντας πιέσεις για αλλαγές που έγιναν μέρος του Νόμου περί Πνευματικών Δικαιωμάτων του 1976. Με την παροχή προστασίας πνευματικών δικαιωμάτων σε «όλες τις υπεξαιρεμένες ηχογραφήσεις, τόσο πλαστές όσο και πειρατικές», ο νόμος έκανε την παραγωγή bootlegs ομοσπονδιακό έγκλημα. Όχι και τόσο συμπωματικά, η TMQ έκλεισε την ίδια χρονιά.

Music Bootlegging 101

Παρόλα αυτά κανείς καλλιτέχνης δεν γλίτωσε από τις παράνομες και για κάποιους πολύτιμες συλλεκτικές ηχογραφήσεις. Πολλά bootlegs θεωρούνται θρυλικά όπως πχ, το “Blueberry Hill” των Led Zeppelin μια ηχογράφηση από συναυλία στο Λος Άντζελες το 1970, ή το “Kum Back” των  Beatles που είναι ηχογραφήσεις από τις πρόβες του “Let It Be” το 1969, πριν την επίσημη κυκλοφορία.

Joni Mitchell, Guns N’ Roses, Metallica, Nirvana,  Moody Blues, Jimi Hendrix, Pearl Jam, Pink Floyd, Queen, Miles Davies,  Van Halen, David Bowie, Radiohead, Jefferson Airplane, Frank Zappa, The Who, Jethro Tull… αμέτρητη η λίστα με ηχογραφήσεις ή κυκλοφορίες που δεν έχουν εγκριθεί ή εξουσιοδοτηθεί από τους καλλιτέχνες και την εταιρεία τους, αν και δεν ήταν λίγες οι φορές στην πάροδο των χρόνων, ειδικά από no name πειρατές, που κανείς αγόραζε Judas Priest αλλά στο πικαπ του άκουγε ABBA.

Old School Tapers : r/gratefuldead

Παρόλα αυτά πολλοί καλλιτέχνες καλόπιαναν off the record τους bootlegers: Οι Grateful Dead σε κάθε τους συναυλία ξεχώριζαν το καλύτερο σημείο από ακουστικής μεριάς και οδηγούσαν εκεί αυτούς που ήθελαν να ηχογραφήσουν το live. Οι Aerosmith κάλεσαν όσους φανς είχαν bootlegs της μπάντας και διάλεξαν μερικά από αυτά για να κάνουν επίσημο live, το ίδιο και οι Metallica με το  βίντεο του “Cilff ’em all”. Σε μια συναυλία του στο Roxy ο Bruce Springsteen ενθάρρυνε τους bootlegers να ξεκινήσουν την ηχογράφηση. Αναφέρονται 150 bootlegs του Springsteen πολλά με την ένδειξη “Limited Edition”, που ήρθε να αντικαταστήσει άτυπα τον παλιό ορισμό “Official Bootleg” και να κάνει πιο ελκυστικό το άλμπουμ στα ράφια των δισκοπωλείων.

r/BruceSpringsteen - All My Bruce Vinyl Bootlegs

undefined

 

The Official Bootleg Box Set (1975-1982) - Álbum de UFO | Spotify

 

There's a Story Behind the "Onslaught" of Neil Young Official Bootleg Releases | Tracking Angle

Ποτοαπαγόρευση δεν υπήρχε πια, αλλά όλοι στην ουσία γνώριζαν τον μύθο ότι οι πωλήσεις των bootlegs επηρέαζαν αρνητικά τις πωλήσεις των επίσημων δίσκων. Οι θαυμαστές των bootlegs είχαν αγοράσει αμέτρητα επίσημα άλμπουμς και απλά δεν είχαν χορτάσει. Στην πραγματικότητα οι παράνομες ηχογραφήσεις, δηλαδή οι ηχογραφήσεις που κυκλοφορούσαν χωρίς δικαιώματα, δεν σταμάτησαν ποτέ και κατά μία έννοια έχουμε πλέον βρεθεί στο απέναντι άκρο:  Υποτίθεται ότι ακόμα και τώρα υπάρχει έλεγχος στην είσοδο των συναυλιών για κάμερες ή άλλα καταγραφικά μέσα, όμως είμαστε υποχρεωμένοι να ομολογήσουμε ότι πλέον η ιογενής εξάπλωση της ανεπίσημης μουσικής στο διαδίκτυο αποτελεί βασικό εργαλείο καριέρας πολλών καλλιτεχνών, και σίγουρα κανείς από όσους δημοσιεύουν βίντεο ή ηχητικά αποσπάσματα από μια συναυλία δεν φοβάται την επίσκεψη των Ομοσπονδιακών.

Mobile phones: Should fans be banned from using them at music concerts? - BBC Newsround

Ίσως αυτό να είναι καλό, παρότι παίρνει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις το debate καλλιτεχνών και fans: Μήπως τα κινητά τηλέφωνα καταστρέφουν την εμπειρία της ζωντανής συναυλίας; Αυτό είναι ένα τεράστιο θέμα όμως σπάνια μιλά κανείς για δικαιώματα!

Αν και ένας φανατικός της ροκ μουσικής με bootleg άλμπουμ στη συλλογή του σηματοδοτούσε στις μέρες πριν το Διαδίκτυο, τη βαθιά του αφοσίωση στη μουσική απέναντι στους απλούς εμπορικούς καταναλωτές του ροκ εν ρολ (η συλλογή bootleg άλμπουμ ήταν δύσκολη δουλειά – ήταν δύσκολο να τα βρεις, συνήθως ακριβά σε σύγκριση με τις νόμιμες κυκλοφορίες και συχνά ήταν αμφίβολης ηχητικής ποιότητας) ο χρόνος έχει αναπόφευκτα καταδικάσει την Trade Mark of Quality και τους συνεχιστές της στη σφαίρα της μνήμης ενός νέου ψηφιακού κόσμου που αλλάζει γρήγορα σαρώνοντας τα πάντα γύρω του.


  • “There may be a new album, and there may not. We’re encouraging bootlegging ! If nobody gave a crap about you, they wouldn’t bother to bootleg you.” – Burton Cummings (Guess Who)